- Κότυος
- Κότυςgen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Cotys — COTYS, ùos, Gr. Κότυς, υος, eine Göttinn der Unzucht und aller verkehrten Wollüste bey den Korinthern, Suidas in Κότυς, s. T. II. p. 357. Sie wurde auch bey den Chiern sur die Vorsteherinn der Weichlinge und schändlichsten Ueppigkeiten gehalten.… … Gründliches mythologisches Lexikon
βάπτης — βάπτης, ο (Α) [βάπτω] 1. ο βαφέας, αυτός που ασχολείται με τη βαφή 2. πληθ. οι Βάπται οι λάτρεις της θεάς Κότυος ή Κοττυτούς στη Θράκη … Dictionary of Greek
Αντίγνωτος — (τέλη 1ου αι. π.Χ.). Αθηναίος γλύπτης, κατασκευαστής των ανδριάντων των βασιλιάδων της Θράκης Κότυος και Ρασκουπόριδα και ενός Ρωμαίου. Από τα έργα του αυτά σώθηκαν μόνο οι πέτρινες βάσεις τους με το όνομά του. Υπήρξε σύγχρονος του αυτοκράτορα… … Dictionary of Greek